- ἐπιγράβδην
- ἐπι - γράβδην (ἐπιγράφω): adv., βάλε, struck scratching, i. e. ‘grazed,’ Il. 21.166†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
επιγράβδην — ἐπιγράβδην (Α) επίρρ. 1. ξυστά, εξώδερμα («τῷ δ ἑτέρῳ μιν πῆχυν ἐπιγράβδην βάλε χειρὸς δεξιτερῆς», Ομ. Ιλ.) 2. με μορφή γραμμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γράβ δην (< γράφω)] … Dictionary of Greek
ἐπιγράβδην — scraping the surface indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)